υποθάλπω

υποθάλπω
ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω]
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποθάλπω — υποθάλπω, υπέθαλψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποθάλπω — υπόθαλψα και υπέθαλψα 1. συντηρώ ή τροφοδοτώ κρυφά: Υποθάλπει τον καταζητούμενο. 2. μτφ., υποδαυλίζω, διεγείρω, ερεθίζω: Υποθάλπει τους πόθους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποθάλψῃ — ὑποθάλπω heat inwardly aor subj mid 2nd sg ὑποθάλπω heat inwardly aor subj act 3rd sg ὑποθάλπω heat inwardly fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθαλπόμενον — ὑποθάλπω heat inwardly pres part mp masc acc sg ὑποθάλπω heat inwardly pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθάλπει — ὑποθάλπω heat inwardly pres ind mp 2nd sg ὑποθάλπω heat inwardly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθάλπουσι — ὑποθάλπω heat inwardly pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποθάλπω heat inwardly pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθάλπουσιν — ὑποθάλπω heat inwardly pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποθάλπω heat inwardly pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέθαλπον — ὑποθάλπω heat inwardly imperf ind act 3rd pl ὑποθάλπω heat inwardly imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεθάλπετο — ὑποθάλπω heat inwardly imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθαλπομένοις — ὑποθάλπω heat inwardly pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”